αγγελιοδότης

αγγελιοδότης
ο тот, кто даёт объявление

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αγγελιοδότης" в других словарях:

  • αγγελιοδότης — ο αυτός που δίνει αγγελία ή διαφήμιση στα μέσα ενημερώσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγελία + δότης] …   Dictionary of Greek

  • αγγελιοδοσία — η [αγγελιοδότης] 1. διαδικασία διαβιβάσεως αγγελιών 2. παροχή αγγελιών …   Dictionary of Greek

  • αγγελιοφόρος — ο ο αγγελιαφόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγγελιαφόρος (< ἀγγελία + φόρος < φέρω) το ο αντί του α από γενίκευση τού χαρακτηριστικού φωνήεντος ο τής συνθέσεως πρβλ. αγγελιοδότης, σημαιοφόρος, ακανθοφόρος, αιμοφόρος, τροπαιοφόρος, μαχαιροφόρος,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»